- ὀξυπλήξ
- ὀξῠ-πλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ,A accompanying fierce blows,
γόους Id.Fr.523
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γόους Id.Fr.523
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυπλήξ — ὀξυπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που επιφέρει οξύ, ισχυρό πλήγμα, ο πολύ έντονος («ὀξυπλῆγας γόους», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πλήξ, πληγός (< πλήττω), πρβλ. αλι πλήξ] … Dictionary of Greek
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek